- προαύξω
- Α [αὔξω]προκαλώ αύξηση εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
προαύξησις — ήσεως, ιων. γεν. ιος, ή, Α [προαύξω] η προηγούμενη αύξηση … Dictionary of Greek
συμπροαύξομαι — Α [προαύξω] αυξάνομαι μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek